Περίληψη
Θνητές και θεές, πλούσιες και φτωχές, ελεύθερες και σκλάβες, οι γυναίκες στα ομηρικά έπη έχουν έναν κοινό παρονομαστή: κινούν οι ίδιες, φανερά ή κρυφά, τα νήματα στη ζωή των αντρών κι έχουν περισσότερη ελευθερία από τις γυναίκες των κλασικών χρόνων. Τα πορτρέτα τους συγκροτούνται από τα κύρια χαρακτηριστικά και την όλη δράση τους, συνθέτοντας έναν καμβά γεμάτο δράση, δυναμισμό και αρετές. Μελετώντας δε προσεκτικά τα δύο έπη, παρατηρούμε ότι οι πολεμικές σκηνές εναλλάσσονται με τις ειρηνικές κι ανθρώπινες σκηνές, ο δε ηρωισμός, εκτός από το πεδίο της μάχης, αφορά και την ίδια τη ζωή σε όλες τις εκφάνσεις της, αναδεικνύοντας έτσι τον εξαίρετο ομηρικό ανθρωπισμό. Από την πλούσια πινακοθήκη, λοιπόν, του Ομήρου ας σταθούμε σε δύο ξεχωριστές γυναικείες μορφές στην Ιλιάδα: την Εκάβη και την Ανδρομάχη.
Εκάβη και Ανδρομάχη: στις φλόγες του πολέμου
Εισαγωγή
Η Εκάβη και η Ανδρομάχη έχουν απασχολήσει ανά τους αιώνες και τη λογοτεχνία και την τέχνη γενικότερα. Τις συναντάμε στην Ιλιάδα, στις τραγωδίες «Εκάβη» και «Τρωάδες» του Ευριπίδη, σε πίνακες ζωγραφικής, σε κινηματογραφικές ταινίες, στη μουσική. Μάνες κι οι δυο, αγωνιούν για τα αγαπημένα τους πρόσωπα, χάνουν αγαπημένα πρόσωπα, θρηνούν, διαμαρτύρονται, αλλά η μοίρα κι η ζωή τις τραβούν από το χέρι να σταθούν όρθιες και να προχωρήσουν.
Εκάβη
Μάνα περήφανη και ταυτόχρονα τραγική. «Ευτεκνοτάτην πασών γυναικών δυστυχεστάτην τε» , την παρουσιάζει ο Όμηρος. Τη συναντάμε πρώτη φορά στη ραψωδία Ζ της Ιλιάδας, όταν ο ορνιομάντης Έλενος συμβουλεύει τον Έκτορα να ζητήσει «μητέρα ση και εμή» να προσευχηθεί μαζί με τις αρχόντισσες στο ναό της Αθηνάς στην κορυφή του κάστρου και να προσφέρει πεπλοφόρο ανάθημα στη γλαυκομάτα κόρη. Έτσι, τις δύσκολες πολεμικές ώρες που το μάχιμο των ανδρών βρίσκεται στις επάλξεις υπερασπιζόμενο το κάστρο, η πρωτομάνα του Ιλίου, Εκάβη, γεμάτη έγνοια και τρόμο για την επικείμενη καταστροφή και σφαγή, τρέχει βιαστικά, «μετασσεύεται», και οδηγεί την πολυάριθμη πομπή των αρχοντισσών στο ναό της Αθηνάς για να προσφέρουν δώρα και να προσευχηθούν για να σωθεί η πατρίδα.
Στη ραψωδία Χ, η Εκάβη, δίπλα στο γέρο-Πρίαμο, επάνω στο κάστρο, απλώνει τα χέρια της και παρακαλεί τον Έκτορα, δείχνοντας του τα γυμνά μητρικά της στήθη που τον θήλασαν και του χάρισαν τη ζωή, να μπει μέσα από τις Πύλες, για να κρυφτεί από τον επιθετικό Αχιλλέα. Ο Έκτορας, όμως, δεν ακούει τον αβάστακτο πόνο της απελπισμένης μάνας. Έτσι ο Αχιλλέας μπροστά στα μάτια των γονιών του κάτω από τα τείχη της ανεμόδαρτης Τροίας σκοτώνει ανίερα τον γενναίο Έκτορα. Η τραγική μάνα βλέπει από μακριά το νεκρό γιο της, που σέρνεται πίσω από το άρμα του νικητή. Ο πόνος μεγάλος κι ο θρήνος, απλός και λιγόλογος, χωρίς παροξυσμούς και υστερικές εκφράσεις, κρύβει όλο το μητρικό σπαραγμό.
«Παιδί μου τι να ζω η τρίσμοιρη, τέτοιο κακό που με ΄βρε με το χαμό σου τώρα.
Κι ήσουνα για μένα το καμάρι, μέρα και νύχτα μες στο κάστρο μας και σε όλους μας η σκέπη»
Χ 431-433
Διαφωνεί με την απόφαση του Πρίαμου να επισκεφθεί τα αργίτικα καράβια, για να ζητήσει από τον Αχιλλέα το νεκρό Έκτορα, γιατί φοβάται το χειρότερο. Ο Πρίαμος έχει ήδη πάρει την απόφασή του, γιατί ο Δίας του έστειλε εντολή με τη θεά Ιριδα. Απευθύνεται όμως με σεβασμό στην Εκάβη, ζητώντας τη γνώμη της:.
«Αλλ΄ άγε μοι τόδε ειπέ, τι τοι φρεσίν είδεται είναι;» / «Αλλά έλα τώρα, πες μου, τι νομίζεις μέσα στο λογισμό σου να είναι;» Ω 197
Ο θρήνος της Εκάβης για το νεκρό ΄Εκτορα που έφερε πίσω ο Πρίαμος από τα αργίτικα καράβια είναι η τελευταία της παρουσία στα Ομηρικά έπη. Στέκεται δίπλα στην Ανδρομάχη κι αφήνει ξέφρενο το ξέσπασμά του πόνου της με το σπαρακτικό της μοιρολόγι:
«Έκτορα εσύ που απ’ όλους πιότερο τους γιους μου σε αγαπούσα
όσο μου ζούσες, πριν οι αθάνατοι σού είχαν περίσσεια αγάπη».
Ω 748-749
Η Εκάβη στην Ιλιάδα συμβολίζει τη γυναίκα που γερνάει και, καθώς η τύχη αναποδογυρίζει τα συμβάντα της ζωής και τα φορτώνει στους δύσμοιρους θνητούς, φτάνει στα πιο δυσβάστακτα βάσανα. Είδε τη χώρα της να καταστρέφεται, το γέρο-Πρίαμο να θανατώνεται, τα παιδιά της να χάνουν τη ζωή τους στη μάχη, τον εγγονό της Αστυάνακτα να τον γκρεμίζουν από τα τείχη της κατακτημένης πόλης οι Αχαιοί. Το τέλος της δίνεται από την ομώνυμη τραγωδία του Ευριπίδη. Εκτός από την ομώνυμη τραγωδία του Ευριπίδη, η Εκάβη εμφανίζεται ως πρόσωπο και στις Τρωάδες του ίδιου ποιητή. Επίσης, αναφέρεται στην «Κόλαση» του Δάντη (ΧΧΧ 13-20) να παραφρονεί όταν βλέπει τα παιδιά της Πολυξένη και Πολύδωρο νεκρά, από τον Σαίξπηρ στον Άμλετ (πράξη 2, σκηνή 2) και από τον Καντ στην «Κριτική του καθαρού λόγου».
Ανδρομάχη
Η Ανδρομάχη, κόρη του Ηετίωνα, βασιλιά της Κιλικίας, και σύζυγος του Έκτορα, είναι από τις συμπαθέστερες μορφές της Ιλιάδας. Αποτελεί σύμβολο αφοσιωμένης συζύγου και φιλόστοργης μητέρας. Σκιαγραφείται στολισμένη με εξαιρετικές χάρες, γυναικεία τρυφερότητα, ευγένεια, σεμνότητα, συζυγική πίστη, θέρμη, αφοσίωση, υπακοή, πραότητα. Είναι υπόδειγμα γυναικείας μορφής που συνέδεσε με απόφαση και συνέπεια τη γυναικεία μοίρα με την ανδρική και που θα ζήσει στιγμές τραγικές με απερίγραπτη δυστυχία.
Πρωτοεμφανίζεται στη ραψωδία Ζ, όταν ο λαμπροκρανοσείστης Έκτορας γυρίζει στον οίκο του για την «άλοχον φίλην» και το μικρό παιδί τους, επειδή δε γνωρίζει αν θα τους ξαναδεί ή θα τον τσακίσουν οι θεοί στων Αχαιών τα χέρια. Αλλά η πρόθυμη κελλάρισσα τον πληροφορεί:
«στο μέγα πύργο ανέβηκε σαν άκουσε οι δικοί μας πως τσάκισαν,
κι οι Αργίτες έχουνε τρανή κερδέψει νίκη».
Ζ 386-387
Μαζί με άλλες Τρωαδίτισες που πλημμυρίζουν τις πύλες και τα κάστρα, παρακολουθεί με αγωνία τους- κυνηγημένους από τους Αχαιούς- Τρώες. Μόλις αντικρίζει τον Έκτορα, τρέχει να τον φτάσει. Βλέποντας τα αγαπημένα του πρόσωπα, η όψη του αντρόκαρδου γλυκαίνει. Όλη η σκληράδα του πολέμου ξεθωριάζει και χάνεται, καθώς κοιτάζει το βλαστάρι του. Δίπλα του η Ανδρομάχη «δάκρυχέουσα», του κρατά σφιχτά το χέρι και του λέει τρυφερά:
«Από την ορμή την ίδια σου θα βρεις το θάνατό σου και το μωρό σου δε σπλαχνίζεσαι κι ουδέ τη μαύρη εμένα Ζ 408-409 …
Μα αν είναι να σε χάσω ν’ ανοίξει η γη να μπω καλύτερα χίλιες φορές». Ζ 410-411
«Φθίσει το σον μένος/Θα σε καταστρέψει η τόση σου ορμή», τονίζει και είναι σα να προμαντεύει με τη δύναμη της γυναικείας της διαίσθησης ένα τραγικό τέλος που τρέμει και απεύχεται, γι’ αυτό και προσπαθεί με κάθε τρόπο να τον μεταπείσει. Με κλάματα τον ικετεύει να μη ριψοκινδυνεύει τη ζωή του. Δάκρυα, τρυφερότητα, λύπηση και συμπόνια, κακό προαίσθημα, ταπεινή παράκληση και συμβουλές αντιτάσσει στη διαφαινόμενη σκληρή του απόφαση. Δεν «ελεαίρεις» το παιδί σου; Δεν το λυπάσαι; «Ουδέ εμέ ελεαίρεις;». Την ακριβή «άλοχο;» Γιατί κανείς δε μου μένει πια, αφ’ ότου «ο αρχοντογεννημένος Αχιλλέας εκπόρθησε το μυριοπλούσιο κάστρο της χώρας των Κιλίκων» ούτε γονείς, ούτε αδελφοί.
«Έκτορα, τώρα εσύ πατέρας μου και σεβαστή μου μάνα κι αδέρφι, εσύ και λεβεντόκορμος στην κλίνη σύντροφός μου». Ζ 429-430
Γεμάτη έγνοια και συγκατάβαση η απόκρισή του Έκτορα δεν περιέχει συγκατάνευση στην προτροπή και στις συμβουλές της, παρά μόνο προμαντεύει τη μοίρα της μετά το χαμό του.
«Κι εγώ όλα τούτα τα στοχάζομαι, καλή μου, αλήθεια» Ζ 441
«Μα τόσο για των Τρώων δε νοιάζομαι τα πάθη οπού και νά΄ρθουν.» Ζ 450
«Κι ουδέ για την Εκάβη νοιάζομαι και για τον Πρίαμο τόσο. Όσο για σένα, όταν χαλκάρματος κάποιος Αργίτης πάρει τη λευτεριά σου· και ξοπίσω του σε σέρνει δακρυσμένη». Ζ 454-456
«Τι έλειψε αυτός που δε θα σ’ άφηνε να σκλαβωθείς ποτέ σου. Μα κάλλιο να μη ζω, να βρίσκομαι βαθιά στη γη χωσμένος το σούρσιμό σου και το σκούξιμο προτού στα αυτιά μου φτάσουν». Ζ 459-461
Την μοναδική τούτη ώρα του ζευγαριού που ο θάνατος παραμονεύει να εξοντώσει τον πατέρα και, μετά από την υποθήκη του που ως αξετέλεστο χρέος αφήνει στο γιο του ο Έκτορας, να γίνει δηλαδή ο Αστυάνακτας τρανός και περίλαμπρος, απιθώνει στο μυρωδάτο κόρφο της μάνας Ανδρομάχης το μικρό· «αλόχοιο φίλης εν χερσίν έθηκε», ως άλλη παρακαταθήκη της ευθύνης της μητέρας για το παιδί τους. Αυτό υποδηλώνει την εμπιστοσύνη του προς το πρόσωπό της. Καθώς η Ανδρομάχη τον κοιτάζει, γελώντας δακρυσμένη, «δακρυόεν γελάσασα», προσπαθεί να την παρηγορήσει με λόγια τρυφερά.
«Άμοιρη εσύ, μη μου πικραίνεσαι μες την καρδιά σου τόσο κανείς αν δεν το στέργει η μοίρα του, στον Άδη δε με στέλνει Ζ 486-487 Μόν΄ τώρα εσύ στο σπίτι πήγαινε και τις δουλειές σου κοίτα, Ζ 490 . .. τον πόλεμο θα τον κοιτάξουν οι άντρες». Ζ 492
Σαν κυνηγημένη τρέχει η Ανδρομάχη στο αρχοντικό του ΄Εκτορα, κι όλοι πίσω της κοιτάζει, βουτηγμένη στα δάκρυα. Στη γαλήνη της ομηρικής οικίας, υφαίνει στον αργαλειό της και πλέκει τη γλυκιά επιστροφή του. Αμέριμνη κι ήρεμη πια, μακριά από τις ιαχές του πολέμου και τον θόρυβο των μαχών, προστάζει τις δουλεύτρες της να ετοιμάσουν θερμό λουτρό για τον πρωτομαχητή της Τροίας. Οι φωνές όμως που ακούγονται από το κάστρο την αναστατώνουν. Από τον Μεγάλο Πύργο η Εκάβη θρηνεί και σκούζει. Το μήνυμα της καταστροφής φτάνει με απελπισία στα αυτιά της· και τα γόνατά της λύνονται· «χαμαί δ΄ έπεσεν κερκίς», της έπεσε κάτω η σαΐτα του αργαλειού που ύφαινε. Ορμά στο κάστρο με καρδιά που πάλλεται από αγωνία, γεμάτη τρόμο για την τύχη του Έκτορα. Κοιτώντας ολόγυρα με πόνο και λαχτάρα παρακαλεί ενδόμυχα να μην έχει πάθει κανένα κακό. Στα γεμάτα από πανικό μάτια της, το θέαμα έρχεται φρικτό. Το ακριβό της ταίρι, ολόκληρη η ευτυχία της, έχει άκαρδα θανατωθεί από το κοντάρι του Αχιλλέα.
«Νύχτα ολοσκότεινη τα μάτια της μεμιάς αποσκεπάζει
και πίσω πέφτοντας σωριάστηκε και λίγωσε η καρδιά της
της φεύγει η κεφαλόδεση σκορπώντας δώθε κείθε».
Χ 466-468
Από τον σπαραγμό του πόνου της διασκορπίζεται η κεφαλόδεση, το σύμβολο των ευτυχισμένων στιγμών κι ο πέπλος που της δόθηκε από την Αφροδίτη ως δώρο γάμου, όταν ο κρανοσείστης την πήρε ταίρι. Ίσως, γιατί η όμορφη Ανδρομάχη δεν τα χρειάζεται πια να τη στολίζουν.
«Οι συννυφάδες και οι ανδραδερφές την τριγυρίζαν όλες,
αναβαστώντας την ως σπαρτάριζε να ξεψυχήσει ομπρός τους».
X 473-474
Μόλις συνέρχεται, θρηνεί το τέλος της συζυγικής της ευτυχίας. Μέσα στην οδύνη της για το χαμό του αγαπημένου της, αναλογίζεται όχι τόσο τη δική της δυστυχία, όσο το δύσμοιρο παιδί τους που ορφανεμένο αρχοντόπουλο, θα το διώχνουν πια όλοι, θα το χτυπούν και θα το βρίζουν. Τη συμφορά της μεγαλώνει ο ευτελισμός του νεκρού Έκτορα, ο διασυρμός του μέχρι τα αργίτικα πλοία και το ξεγύμνωμά του.
«Εσένα τώρα δίπλα στ’ άρμενα κι αλάργα από τους γονιούς σου
σκουλήκια θα σε φαν γοργόστροφα,
τους σκύλους σα χορτάσεις γυμνός…»
Χ 508-510
Το όνομα της Ανδρομάχης μέσα στην Ιλιάδα αναφέρεται για τελευταία φορά με τον δεύτερο γοερό της θρήνο στη ραψωδία Ω. Στέκεται επάνω στο κάστρο μαζί με την πονεμένη μάνα, την Εκάβη, ανάμεσα σε πλήθος Τρώων και Τρωαδιτισσών, και δέχεται την άμαξα με τον νεκρό πια Έκτορα. Όταν φτάνουν στο σπίτι, πρώτη κινάει το μοιρολόγι της η Ανδρομάχη, κρατώντας πάντα μέσα στα χέρια της το κεφάλι του αγαπημένου της:
«Άντρα μου, εχάθης πα στα νειάτα σου, κι εμένα αφήνεις χήρα στο σπίτι μέσα,
κι είναι ανήλικο, μικρό παιδάκι ο γιος μας».
Ω 725-726
Σαν να προμαντεύει, συνεχίζει το μοιρολόγι της με το κάστρο που θα πατηθεί, αφού ο υπερασπιστής του έχει πια χαθεί· θρηνεί για τα δεινά που περιμένουν την πόλη τους από το μένος των Αχαιών. Η μοίρα της όμως γίνεται πιο φρικτή, γιατί ο ΄Εκτορας δεν τελειώνει στα χέρια της, ώστε να έχει παρηγοριά τα τελευταία του λόγια, ακριβή συντροφιά της στα ημερόνυχτα που θα τον κλαίει.
«΄Oμως εμένα από όλους πότισες το πιο πικρό φαρμάκι τι από το στρώμα σου πεθαίνοντας δε μου άπλωσες τα χέρια κι ούτε καμιά απ’ το στόμα σου άκουσα παρηγοριάς κουβέντα μέρα και νύχτα εγώ στους θρήνους μου να την κρατώ στο νου μου».
Ω 742 –745
Η Ανδρομάχη, από την πρώτη της παρουσία στην Ιλιάδα, παραμένει σύμβολο μέχρι και τον τελευταίο της θρήνο. Αποτελεί μεγαλείο μορφής, που διατρανώνει πανανθρώπινα την αφοσίωσή της στις μεγάλες αξίες της ζωής και τη λαχτάρα της για ειρηνική διαβίωση, αλλά και την απαρασάλευτη προσήλωσή της στο χρέος που αψηφά το θάνατο. Παραμένει πιστή στη θέση που της έταξε το ακριβό της ταίρι, στην περιοχή της γυναικείας της δράσης, στον αργαλειό, όπως πιστός παραμένει και ο Έκτορας που παραδίνεται στο θάνατο για την πατρίδα.
Μετά την άλωση της Τροίας, η Ανδρομάχη πιάστηκε αιχμάλωτη και, στη διανομή ανάμεσα στους νικητές, έπεσε στον κλήρο του Νεοπτόλεμου, γιου τού νεκρού πια Αχιλλέα. Ο Νεοπτόλεμος την οδήγησε στη Φθία, την έκανε γυναίκα του και απέκτησαν μαζί ένα παιδί, τον Μολοσσό (Παυσ. Α 11, 1) ή τον Αμφίαλο (Υγίνος, Fabulae 123). Λιγότερο επικρατούσες εκδοχές αναφέρουν και άλλα δύο τέκνα τους, τον Πίελο και τον Πέργαμο. Μετά τον θάνατο και του Νεοπτόλεμου, η Ανδρομάχη έφυγε με τον Έλενο, τον αδελφό του Έκτορα, στην Ήπειρο. Εκεί έχτισαν μαζί τη Νέα Τροία. Ο Αινείας τους συνάντησε στο ταξίδι του για την Ιταλία (Αινειάδα, 3, 294 κ.ε.). Μυθολογείται πως και με τον Έλενο έκανε παιδί η Ανδρομάχη, τον Κεστρίνο (Παυσ. Β 23, 6). Η Ανδρομάχη έζησε ακόμα και του Έλενου τον θάνατο, οπότε μετά, κατά μία εκδοχή, μετανάστευσε με τον γιο της Πέργαμο στην Τευθρανία της Μυσίας. Εκεί ο Πέργαμος νίκησε τον βασιλιά Άρειο και έδωσε στην πόλη το δικό του όνομα. Ο Παυσανίας γράφει ότι εκεί σωζόταν μνημείο της Ανδρομάχης μέχρι την εποχή του (Α 11, 2).
Επίλογος
Η Εκάβη και η Ανδρομάχη επηρέασαν από το μεσαίωνα μέχρι σήμερα πολλούς δημιουργούς σε όλο τον κόσμο. Ενδεικτικά αναφέρουμε:
- «Ο πόλεμος της Τρωάδος», παράφραση του γαλλικού μυθιστορήματος Le Roman de Troie του Benoît de Sainte Maure ( 12ο αιώνας),
- «Ανδρομάχη» του Ρακίνα, τραγωδία σε πέντε πράξεις (18ος αιώνας)
- «Η Εκάβη τυφλώνει τον Πολυμήστορα», ελαιογραφία του Giuseppe Maria Crespi (πρώτο μισό 18ου αι.). Σύμφωνα με τη μυθολογία, όπως αυτή παρουσιάζεται στην ομώνυμη τραγωδία του Ευριπίδη, στον Τρωικό Πόλεμο έχασε τα αρσενικά παιδιά της και, μετά την άλωση της Τροίας, την Κασσάνδρα, την Πολυξένη και τον μικρότερο γιο της, τον Πολύδωρο, τον οποίο ο Πρίαμος είχε εμπιστευτεί στον Θράκα βασιλιά Πολυμήστορα. Τον θάνατο του αδικοχαμένου γιου της εκδικήθηκε η αιχμάλωτη Εκάβη με την τύφλωση του Πολυμήστορα, όπως παρουσιάζεται στον συγκεκριμένο πίνακα.
- «Η Ανδρομάχη σε αιχμαλωσία», ελαιογραφία του Lord Frederic Leighton (1886–1888), 19ος αιώνας
- «Ελένη», ποίημα του Γιώργου Σεφέρη (1953)
- «Τρωάδες», ταινία του Μιχάλη Κακογιάννη (1971)
Μέσα στις φλόγες του πολέμου και του θανάτου, κι οι δυο έχασαν την πατρίδα τους, τους δικούς τους ανθρώπους, κομμάτια του εαυτού τους. Η ύπαρξη κι η παρουσία τους αθάνατη. Ο θρήνος κι η κραυγή τους, μια διαμαρτυρία διαχρονική.
Μητροπούλου Σμαραγδή
Αναφορές
Bell Robert E. (1993). Women of Classical Mythology: A Biographical Dictionary, Oxford University Press.
Lesky A. (1985). Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας, Θεσσαλονίκη: εκδ. Κυριακίδη.
Μήντα Δήμητρα (2012). Μορφές και Θέματα της Αρχαίας Ελληνικής Μυθολογίας. Aνακτήθηκε από https://www.greek-language.gr/
Ομήρου Ιλιάδα (μετάφραση Καζαντζάκης Ι., – Κακριδής Θ.), Αθήνα: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Χαλκιά-Στεφάνου Πόπη (2002). Γυναικείες Μορφές στον Όμηρο, Περιοδικό Δάφνη, 8, 3-11
About the Author
Η Σμαραγδή Μητροπούλου γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε Ιστορία και Αρχαιολογία στην Ελλάδα και τη Μεγάλη Βρετανία. Υπηρετεί στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Το ποιητικό και πεζογραφικό της έργο έχουν αποσπάσει βραβεία και διακρίσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Είναι μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου (Executive Board Member) του Writers Capital International Foundation και ισόβιο μέλος (Lifetime Fellow Member) του International Society for Development and Sustainability (ISDS) με έδρα την Ιαπωνία. Έχoυν εκδοθεί και κυκλοφορούν επτά βιβλία της στην Ελλάδα. Ποιήματα της έχουν μεταφραστεί στην αγγλική, κινεζική και ισπανική γλώσσα, καθώς και στα Ταιβανέζικα και στη γλώσσα Μπενγκάλι κι έχουν δημοσιευτεί σε site και περιοδικά στην Ευρώπη, στην Ασία και στη Λατινική Αμερική. Επίσης, ασχολείται με την τέχνη της φωτογραφίας κι έχει συμμετάσχει σε ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.
Παράρτημα
Εικόνα 1. Ο Πρίαμος, η Εκάβη και η Ανδρομάχη προσπαθούν να πείσουν τον Έκτορα να μην πάει στη μάχη. Ταπιτσερία, περίπου 1470–90. Νέα Υόρκη, Μητροπολιτικό Μουσείο, 39.74
Εικόνα 2. Αποχαιρετισμός Έκτορα και Ανδρομάχης, Gavin Hamilton, The Hunterian, University of Glasgow
Εικόνα 3. «Η Ανδρομάχη σε αιχμαλωσία», ελαιογραφία του Lord Frederic Leighton MANCHESTER, Manchester Art Gallery (1889.2)
Εικόνα 4. «Η Εκάβη τυφλώνει τον Πολυμήστορα», ελαιογραφία του Giuseppe Maria Crespi. BRUSSELS, Royal Museums of Fine Arts of Belgium (257)