ΟΤΑΝ ΟΙ ΘΕΟΙ ΓΙΝΟΝΤΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ: ΑΝΘΡΩΠΟΜΟΡΦΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΘΕΩΝ ΣΤΑ ΟΜΗΡΙΚΑ ΕΠΗ
Περίληψη
Ο ανθρωπομορφισμός των θεών, δηλαδή η απεικόνιση των θεών με μορφή ανθρώπινη, είναι το χαρακτηριστικό γνώρισμα της ομηρικής αλλά και της μεταγενέστερης θρησκείας των Ελλήνων. Ο ομηρικός άνθρωπος έπλασε τους θεούς του κατ’ εικόνα και ομοίωσή του. Τούς έδωσε όλες τις δικές του αρετές, αλλά και τους φόρτωσε με όλες τις αδυναμίες και τα πάθη του: την αδικία, το μίσος, τη ζήλια. Ουσιαστικά, σε δύο μόνο στοιχεία διαφέρουν οι θεοί από τους ανθρώπους: α) είναι αθάνατοι και β) είναι δυνατοί και ωραίοι. Οι θεοί είναι πλασμένοι από τον Όμηρο κατά τον ανθρώπινο τύπο, γιατί η τάση της ελληνικής σκέψης είναι ανθρωποκεντρική. Ο ανθρωπομορφισμός διακρίνεται σε δύο κατηγορίες: τον εξωτερικό ή μορφικό και τον εσωτερικό ή ψυχικό.
Η απεικόνιση των θεών με ανθρώπινη μορφή ποτέ δεν παρέσυρε τον ομηρικό άνθρωπο στην υπεροψία. Ο ομηρικός άνθρωπος γνώριζε και είχε συνειδητοποιήσει ότι η καταπάτηση της διαχωριστικής γραμμής ανάμεσα στο θείο και στο ανθρώπινο οδηγεί στην ύβρη και την αλαζονεία. Οι βασιλείς και οι ήρωες έγιναν ισόθεοι αλλά ποτέ θεοί. Κράτησε, λοιπόν, ο ομηρικός άνθρωπος την αίσθηση του μέτρου.
Λέξεις κλειδιά: θεοί, ανθρωπομορφισμός, ομηρικά έπη.
Εισαγωγή
Οι αρχαίοι Έλληνες φαντάζονταν τους θεούς τους παρόμοιους στη μορφή και τη συμπεριφορά με τους ανθρώπους. Έδιναν στις θεϊκές δυνάμεις “μια καλοσχεδιασμένη ατομική μορφή και μια εντελώς ανθρώπινη πλευρά” [Vernant (1989), 131], δηλαδή ένα συγκεκριμένο προσωπείο με σταθερά χαρακτηριστικά (π.χ. ο Ήφαιστος χωλός, η Αθηνά σοφή, κ.λπ.). Αυτό το ιδεολογικό στοιχείο ονομάζεται (θεϊκός) ανθρωπομορφισμός.
Οι θεοί στον Όμηρο
Στα ομηρικά έπη οι θεοί παρουσιάζονται με ανθρώπινες συνήθειες και διακατέχονται από συναισθήματα: συμπαθούν και θλίβονται, όπως η Αθηνά που ομολογεί στο Δία στην α ραψωδία ότι «για τον Oδυσσέα φλέγεται η καρδιά μου» (α, 56), αλλά και οργίζονται και αγανακτούν, όπως ο Ποσειδώνας που «χολώθηκε βαριά» (ε, 314), όταν είδε τον Οδυσσέα να φεύγει από το νησί της Καλυψώς. Κυριεύονται, επίσης, από τα ίδια πάθη (ζήλεια, φθόνος, έρωτας) που ταλαιπωρούν και τους θνητούς.
Στην Οδύσσεια, στη ραψωδία ε, η Καλυψώ δρα όπως μια οποιαδήποτε θνητή ερωτευμένη γυναίκα: είναι αφοσιωμένη σ’ εκείνον που αγαπά, στον Οδυσσέα, τον φροντίζει, τον περιποιείται, θέλει να τον κάνει αθάνατο και να τον έχει για πάντα κοντά της. Φτάνει μάλιστα σε σημείο αυτή, μία θεά, να νιώσει ανασφάλεια και ζήλεια και να συγκρίνει τον εαυτό της με τη θνητή σύζυγο του Οδυσσέα.
Στην Ιλιάδα, οι θεοί χωρίζονται σε δύο αντίπαλα στρατόπεδα. Τους Αχαιούς υποστηρίζει η Αθηνά, ο Ήφαιστος, η Ήρα, ο Ποσειδώνας και ο Ερμής, ενώ τους Τρώες ο Απόλλωνας, ο Άρης, η Άρτεμη και η Αφροδίτη. Ο Δίας κρατάει κάποια απόσταση και ο Όμηρος τον αξιοποιεί κατά βούληση, χωρίς να τον ταυτίζει με μια παράταξη. Ενεργούν κινημένοι πιο πολύ από τα προσωπικά τους συναισθήματα και λιγότερο με βάση το δίκαιο (ανθρωπομορφισμός). Π.χ. η Ήρα και η Αθηνά μισούν τους Τρώες, γιατί ο Πάρης δεν τους έδωσε το μήλο της ομορφιάς. Ο Απόλλωνας στη ραψωδία Α αποδεκατίζει με αρρώστια το στρατό των Αχαιών από οργή και στη ραψωδία Π με τρόπο ύπουλο αποδυναμώνει τον Πάτροκλο για να προστατέψει τους Τρώες.
Βλέπουμε ότι οι ομηρικοί θεοί σκέφτονται, αισθάνονται και ενεργούν, όπως οι άνθρωποι, αλλά σε ανώτερο βαθμό δύναμης και σοφίας. Αυτό που τους διαφοροποιεί από τους ανθρώπους είναι η τροφή τους, η αμβροσία, [η λέξη προέρχεται από το στερητ. α και τη λέξη βροτός που σημαίνει θνητός, άρα: αμβροτος = αθάνατος] και το νέκταρ, το ποτό τους, τα οποία τους εξασφαλίζουν υπερφυσικές ικανότητες, για παράδειγμα στον τρόπο με τον οποίο ταξίδευαν, όπως συμβαίνει στην α ραψωδία με την Αθηνά που «ακροπατώντας τις κορφές του Ολύμπου βρέθηκε μεμιάς στον δήμο της Ιθάκης» (α, 115-116) και τον Ερμή στην ε ραψωδία που «πετώντας έφτασε το απόμακρο νησί» (ε, 64) της Καλυψώς. Ουσιαστικά οι θεοί διαφέρουν από τους ανθρώπους στο ότι είναι αθάνατοι. Παρά αυτήν τη βασική διαφορά η κοινωνία των θεών ήταν μια αναπαράσταση της ανθρώπινης κοινωνίας της ομηρικής εποχής.
Λόγω αυτής της ιδιότητας, οι θεοί μπορούν να επικοινωνήσουν με τους θνητούς:
α) παίρνοντας μια συγκεκριμένη ανθρώπινη μορφή (μεταμόρφωση), όπως η θεά Αθηνά μεταμορφώνεται στην α ραψωδία σε Μέντη (α, 118-119) προκειμένου να εμφανιστεί στον Τηλέμαχο και να τον συμβουλεύσει,
β) με την πραγματική τους μορφή (θεϊκή επιφάνεια), όπως συμβαίνει στην Ιλιάδα με την εμφάνιση της Αθηνάς στον Αχιλλέα προκειμένου να τον συγκρατήσει και να μην σκοτώσει από το θυμό του τον Αγαμέμνονα (Α, 194-200),
γ) ή να παρέμβουν στα ανθρώπινα δρώμενα, χωρίς να γίνουν αντιληπτοί (αθέατη θεϊκή βοήθεια).
Στην Οδύσσεια, στη ραψωδία π μόλις ο χοιροβοσκός Εύμαιος αναχωρεί από την καλύβα και αφήνει μόνους τον Οδυσσέα με τον Τηλέμαχο, η Αθηνά χωρίς να γίνεται αντιληπτή από τον Τηλέμαχο, συμβουλεύει τον Οδυσσέα να αποκαλύψει την ταυτότητά του στον Τηλέμαχο, ώστε να σχεδιάσουν μαζί το φόνο των μνηστήρων. Έτσι, η θεά:
«Χωρίς καιρό νά χάσει, ζύγωσε, κι είχε την όψη πάρει
γυναίκας όμορφης, τρανόκορμης, πιδέξιας ανυφάντρας.
Όξω στην πόρτα αντίκρυ εστάθηκε, για να τη δει ο Οδυσσέας,
μα δεν την ένιωσε ο Τηλέμαχος κι ουδέ την είδε ομπρός του,
τι οι αθάνατοι δε φανερώνουνται στου καθενός τα μάτια».
Εδώ έχουμε την περίπτωση που ένας θεός (Αθηνά) την ίδια στιγμή μεταμορφώνεται και συνομιλεί με έναν θνητό (Οδυσσέας) χωρίς να γίνεται αντιληπτός από έναν άλλο (Τηλέμαχος) που βρίσκεται στο ίδιο μέρος ταυτόχρονα.
Θα ολοκληρώσουμε με ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα υπερβολικής οικειότητας μεταξύ μιας θεότητας και ενός θνητού-πιστού από την αρχαία ελληνική γραμματεία: ο Ιππόλυτος, ο γιος του Θησέα, δείχνει υπερβολική αφοσίωση στη θεά Άρτεμη, αφοσίωση που εξελίσσεται σε ένα προσωπικό δεσμό αγάπης. Η Άρτεμις παρόλο που είναι αόρατη, βρίσκεται πάντα στο πλευρό του και ο νέος ακούει τη φωνή της και της μιλά [Ευριπίδη, Ιππόλυτος, 84-85]. Στο τέλος, όμως, της τραγωδίας ο Ιππόλυτος θα πεθάνει μόνος και αβοήθητος, γιατί η θεότητα δεν γίνεται να συμμετέχει στον πόνο και το θάνατο, δεν της “επιτρέπεται” να στενοχωριέται. Φαίνεται, τελικά, ότι όσο κι αν προσπάθησε ο αρχαίος Έλληνας να νιώσει κοντά του τους θεούς του, οι ελληνικοί θεοί παραμένουν προσωποποιημένες Δυνάμεις [Vernant (1989), 140] και όχι πρόσωπα, με τα οποία μπορεί ο πιστός να αναπτύξει σχέσεις.
Ακόμα μία φορά στην αρχαία Ελλάδα η λογική εξήγηση επικρατούσε της συναισθηματικής ανάγκης.
Μητροπούλου Σμαραγδή
Αναφορές
- Dillon M. (2019). Gods in Ancient Greece and Rome. Ανακτήθηκε από https://oxfordre.com/
- Lesky A. (1985). Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας, Θεσσαλονίκη: εκδ. Κυριακίδη.
- Ομήρου Ιλιάδα (μετάφραση Καζαντζάκης Ι., – Κακριδής Θ.), Αθήνα: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
- Ομήρου Οδύσσεια (μετάφραση Καζαντζάκης Ι., – Κακριδής Θ.), Αθήνα: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
- Vernant Jean-Pierre (1989). Μύθος και Λόγος στην Αρχαία Ελλάδα, (μετάφραση: Γεωργούδη Στέλλα), Αθήνα: εκδ. Δαίδαλος (Ζαχαρόπουλος Ι.)